- ἀσκῶν
- ἄσκηfem gen plἀσκέωworkpres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀσκόςskinmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
КАЛОКАГАТИЯ — (греч. – великодушие) термин, которым Платон обозначил идеал воспитания у греков, сочетание благородства, богатства, физических и духовных способностей. Нем. идеализмом понимается как совокупность хорошего физического и духовного воспитания и… … Философская энциклопедия
КАЛОКАГАТИЯ — КАЛОКАГАТИЯ (греч. καλοκἀγαθία, τὸ καλὸν κἀγαθόν), термин античной этики, образованный из прилагательных καλός (прекрасный) и ἀγαθός (хороший, добрый) и переводимый как «нравственная красота»; καλός κἀγαθός человек прекрасный, добродетельный … Античная философия
CANE — I. CANE in tribu Manasse. Hieronym. in Loc. Hebr. II. CANE oppid. Arabiae Felicis in ora maris Arabici: iuxta Fartaque promontorium, ut manifeste ex antore peripli Erythraei colligi potest. Vide Vos. ad Melam. p. 288. vulgo Caxem. Thuriferae… … Hofmann J. Lexicon universale
MONACHUS — Solitarius Latine dicitur ἀπὸ τοῦ μονάζειν. Eleganter Rutilius Numatianus Itinerarii l. 1. Processu pelagi iam se Capraria tollit, Squalet lucifugis insula tota viris; Ipsi se Monachos Graiô cognomine dicunt, Quod soli nullô vivere teste volunt.… … Hofmann J. Lexicon universale
UTER — cui liquor infusus alio deportatur, aut asservatur, Graece ἀσκὸς, Isidoro, Origin. l. 20. c. 6. ab utero dictus est, ob similitudinem. Unde Utrarius, quae vox occirrit apud Livium, l. 44. c. 33. ubi de Paulo docet, quô pactô aquarum inopiam in… … Hofmann J. Lexicon universale
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… … Dictionary of Greek
παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… … Dictionary of Greek
σπόριο — Μικροσκοπικό όργανο, μονοκύτταρο ή όχι, της αγενούς αναπαραγωγής των θαλλόφυτων, βρυόφυτων, πτεριδόφυτων, που γι’ αυτό ονομάζονται από μερικούς και σποριόφυτα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα φυτά τα λεγόμενα σπερματόφυτα, στα οποία η αναπαραγωγή… … Dictionary of Greek
αποθήκιο — Τύπος ασκοκαρπίων των ασκομυκήτων και πολλών λειχήνων. Τα α. έχουν κατά κανόνα σχήμα δισκοειδές ή κυπελλοειδές και μπορεί να έχουν και ζωηρά χρώματα. Το πάνω μέρος τους, συχνά κοίλο, είναι ανοιχτό (εκτεθειμένο στον αέρα) και αποτελείται από ένα… … Dictionary of Greek